- πολυδάκτυλος
- η , ο [ος , ον ] многопалый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυδάκτυλος — η, ο / πολυδάκτυλος, ον, ΝΜΑ και πολυδάχτυλος Ν 1. αυτός που έχει πολλά δάκτυλα («πολυδάκτυλα ζῷα», Αριστοτ.) νεοελλ. (βιολ. ιατρ.) αυτός που πάσχει από πολυδακτυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκτυλος (πρβλ. μακρο δάκτυλος)] … Dictionary of Greek
πολυδακτύλοις — πολυδάκτυλος manytoed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδακτύλους — πολυδάκτυλος manytoed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδακτύλων — πολυδάκτυλος manytoed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδάκτυλα — πολυδάκτυλος manytoed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek